- υδροκινητήρας
- οκινητήρας που κινείται με την πτώση ή ροή του νερού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροκινητήρας — ο, Ν κινητήρια μηχανή η οποία λειτουργεί με την ενέργεια που παράγεται από τη ροή ή την πτώση τού νερού, υδραυλικός κινητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κινητήρας] … Dictionary of Greek
υδροκίνητρο — το, Ν υδροκινητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κίνητρο] … Dictionary of Greek
υδροκινητήριος — α, ο, Ν [υδροκινητήρας] αυτός που παρέχει υδραυλική κίνηση … Dictionary of Greek
υδροκίνητρο — το υδροκινητήρας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)